- ἀνυποτακτῶν
- ἀνυποτακτέωto be unrulypres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνυποτάκτων — ἀνυπότακτος not made subject masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PARASYNAGOGA — Graece Παρασυναγωγὴ, species quaedam schismatis, sed sine haeresi, illegitimum conventum notat, et frequenter occurrit apud Patres. Eam ab haeresi et schismate sic distinguit Basilius M. Ep. 1. Canon. ad Amphilochium c. 1. ut Haereses quidem esse … Hofmann J. Lexicon universale
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
Καρολίγγειοι ή Καρολίδες ή Καρλοβιγγειανοί — Ονομασία των εκπροσώπων της δεύτερης γαλλικής δυναστείας, η οποία διαδέχθηκε τη δυναστεία των Μεροβιγγείων και βασίλευσε στη Γαλλία από το 752 έως το 987. Τα παλαιότερα, ιστορικώς εξακριβωμένα μέλη της οικογένειας είναι ο Αρνούλφος, επίσκοπος του … Dictionary of Greek